πολύγραφος

πολύγραφος
Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα γλυκερίνης και ελαίων: κατ΄ αυτό τον τρόπο τα πλήκτρα χαράζουν το κέρινο στρώμα. Τα σχέδια χαράζονται με ειδική ακίδα χάραξης. Η μελάνη, παχύρρευστη και λιπαρή, απλώνεται από ένα κύλινδρο στην πίσω όψη της μεμβράνης και τη διαπερνά στα σημεία στα οποία το κερί έχει χαραχτεί- έτσι η μελάνη περνά από την άλλη πλευρά και τυπώνει το χαρτί που βρίσκεται στο κάτω μέρος, πάνω στο οποίο αναπαράγεται ότι έχει χαραχτεί στη μεμβράνη. Στην εκτύπωση χρησιμοποιείται ένα είδος πολύ απορροφητικού χαρτιού που διευκολύνει τη διαπίδυση της μελάνης μέσω της μεμβράνης. Οι πιο τελειοποιημένοι π., είχαν μετρητή φύλλων και αυτόματο μελάνωμα. Εξωτερική όψη και σχηματική παράσταση λειτουργίας πολύγραφου με σύστημα παρεμβολής, μηχανισμό που εξασφαλίζει καθαρή εκτύπωση συνδυάζοντας ένα φύλλο εκτύπωσης και ένα φύλλο απορροφητικό.
* * *
και παλ. γρφ. πολυγράφος, ο, Ν
τεχνολ. συσκευή παλαιότερου συστήματος παραγωγής αντιτύπων μιας σελίδας με τη χρησιμοποίηση ειδικής μεμβράνης, τού κηρόχαρτου, η οποία έχει ετοιμαστεί σε γραφομηχανή ή είναι χειρόγραφη, συσκευή που έχει αντικατασταθεί πλέον από το φωτοαντιγραφικό μηχάνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυγράφος — writing much masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

  • πολυγράφος, -ος, -ο — αυτός που γράφει πολλά: Πολυγραφότατος συγγραφέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύγραφος — ο μηχάνημα παραγωγής αντιγράφων από χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο πρωτότυπο: Υπάρχουν πολλοί τύποι πολυγράφων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυγραφώτατος — πολυγράφος writing much masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυγράφοι — πολυγράφος writing much masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Зенон из Сидона — ученик афинского эпикурейца Аполлодора (II в. до Р. X.). Циперон ( De Nat. D. ) называет его главою эпикурейцев и остроумнейшим из них; по свидетельству Диогена Лаэрция, он много писал (πολυγράφος άνηρ); Прокл говорит об одном его сочинении, в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Зенон Сидонский — У этого термина существуют и другие значения, см. Зенон. Зенон из Сидона Ζήνων ο Σιδώνιος Направление: эпикуреизм Зенон из Сидона (др. греч. Ζήνων ο Σιδώνιος; II …   Википедия

  • Зенон из Сидона — ученик афинского эпикурейца Аполлодора (II века до н. э.). Цицерон («De De natura deorum») называет его главой эпикурейцев и остроумнейшим из них; по свидетельству Диогена Лаэрция, он много писал (греч. πολυγράφος άνηρ); Прокл говорит об одном… …   Википедия

  • Polígrafo — (Del gr. polys , mucho + grapho, escribir.) ► sustantivo 1 Persona que se dedica al estudio y cultivo de la poligrafía. 2 Persona que escribe sobre materias diferentes. ► sustantivo masculino 3 Costa Rica TECNOLOGÍA Máquina que se emplea para… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”